ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ: ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΜΠΟΥΡΤΖΙ

001002Tο 1935 το Μπούρτζι, το επιθαλάσσιο φρούριο στην νησίδα μπροστά στο λιμάνι του Ναυπλίου, μετατράπηκε σε ξενοδοχείο πολυτελείας. Η εγγύτητα στην πρωτεύουσα, η ειδυλλιακή τοποθεσία και η απομόνωση που εξασφάλιζε, το έκαναν αγαπημένο προορισμό της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας. Την ίδια χρονιά, η ζωή του Ανδρέα Εμπειρίκου σημαδεύεται από δύο γεγονότα, δύο πρωτιές, που τον κατέστησαν αθάνατο εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Το πρώτο έχει να κάνει με την επιστημονική του ιδιότητα, αυτή του ψυχαναλυτή: είναι ο πρώτος Έλληνας που την εξασκεί, σε μιαν εποχή που η συγκεκριμένη επιστήμη συγκέντρωνε την χλεύη και την απαξίωση της ελληνικής διανόησης. Το δεύτερο αφορά στην κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής συλλογής του, «Υψικάμινος», η οποία αποτελεί το πρώτο δημοσιευμένο υπερρεαλιστικό ποιητικό κείμενο στην Ελλάδα και την εποχή που παρουσιάστηκε στο κοινό θεωρήθηκε ως έργο «σκανδαλώδες, γραμμένο από έναν παράφρονα».

009010Η αντισυμβατική προσωπικότητα του Εμπειρίκου, συνάντησε το ισάξιο ταίρι της στο πρόσωπο της Μάτσης Χατζηλαζάρου, η οποία αρχίζει συνεδρίες μαζί του ως ασθενής, προκειμένου να απαλλαγεί από τους δαίμονές της, τον «ψυχοφάγο» της όπως η ίδια τον αποκαλεί. Η Μάτση, βρίσκεται στον δεύτερο γάμο της, που θα διαλυθεί λίγο μετά την γνωριμία της με τον Εμπειρίκο, με τον οποίο γρήγορα θα γίνουν ζευγάρι. Ο γάμος τους θα γίνει το 1939. Είναι ο τρίτος για την Μάτση κι ο πρώτος για τον Εμπειρίκο.

005007Για το γαμήλιο ταξίδι τους, αρχές του καλοκαιριού του 1940, θα επιλέξουν την Αργολίδα και θα καταλύσουν στο Μπούρτζι. Εκεί ο Εμπειρίκος, μανιώδης και ικανότατος φωτογράφος, θα κάνει μια σειρά εκπληκτικών φωτογραφιών της Μάτσης, δικών του αλλά και του αργολικού τοπίου, η ομορφιά των οποίων συγκινεί μέχρι σήμερα.

008004Ο γάμος –και μαζί του η σφοδρή ερωτική σχέση της Μάτσης και του Ανδρέα- θα τελειώσει το 1943, με πρωτοβουλία της Μάτσης. Ο «ψυχοφάγος» της, που πλέον είναι σαφές πως πρόκειται για την αδυναμία της να τεκνοποιήσει, την κάνει να φύγει και από αυτόν τον γάμο, όπως και από τους προηγούμενους. Θεωρούσε ότι ήταν πρωταρχικό δικαίωμα αλλά και καθήκον της κάθε γυναικός να γίνει μάνα και η δική της στειρότητα δεν θα έπρεπε να στερήσει το δικαίωμα του οποιουδήποτε άντρα ήταν στο πλευρό της να γίνει πατέρας. Η τάση της αυτή, να αποχωρεί από την σχέση όταν έφτανε η ώρα να γίνει το «επόμενο βήμα», έκανε τους συγχρόνους της να την θεωρούν ελευθεριάζουσα. Και ήταν, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Η λαχτάρα της για ένα παιδί και η γνώση του αδύνατου απόκτησής του, θα μείνει μαζί της ως το τέλος της ζωής της και θα καταγραφεί σε πολλά στιγμιότυπα του έργου της.

«Μα εμένα με κυνηγάει ο τόπος μου

εμένα που δεν ξέρω ν’ αγκαλιάσω

με κυνηγάει το παιδί

εκείνο που θα ‘πρεπε να ‘χω γεννήσει…».

Και αλλού:

«Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη,

μήπως γεννηθεί ένα μικρό λυπητερό παιδάκι,

θα το λένε Ιούς, Μανιούς,

ίσως και Aqua Marina.

Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης,

δώστε μου να πεθάνω όλους τους θανάτους».

003Η σχέση της Μάτσης με τον Εμπειρίκο ήταν η απόλυτη ένωση αρσενικού – θηλυκού, σε όλα τα επίπεδα: η ξεχωριστή ποιότητα του ερωτικού δεσμού τους, η πνευματική τους σχέση που διήρκεσε αμείωτη μέχρι το τέλος της ζωής τους, οι συνομιλίες μέσω της αλληλογραφίας τους αλλά και των ποιητικών συλλογών που αφιέρωναν ο ένας στον άλλον, τους τοποθετούν ανάμεσα στις εξέχουσες φυσιογνωμίες μιας εποχής ολόκληρης, για την διαμόρφωση του κλίματος της οποίας συνετέλεσαν και οι δύο. Η Μάτση κι ο έρωτας του Εμπειρίκου για εκείνη είναι παρούσα στο έργο του. Για τον Εμπειρίκο η ίδια έγραψε το αριστούργημά της, την «Αντίστροφη αφιέρωση» που -κατά τη γνώμη μου- ακόμα κι αν ήταν το μοναδικό της γραπτό, θα αρκούσε για να της εξασφαλίσει μια θέση στο Πάνθεον των ελλήνων υπερρεαλιστών. Πρόκειται για ένα σπάραγμα έρωτα, εκτίμησης, θαυμασμού και λατρείας της Μάτσης προς τον Εμπειρίκο. Το έγραψε το 1985, δυο χρονιές πριν από τον θάνατό της, με τον Εμπειρίκο ήδη δέκα χρόνια πεθαμένο. Αυτή η ύστατη εξομολόγηση στον έρωτα της ζωής της, αποτελεί την τελευταία τους συνομιλία στην οποία η Μάτση του λέει τα πάντα, χωρίς να την ενδιαφέρει που δεν είναι εκεί για να τα διαβάσει. Επίσης δεν την ενδιαφέρει αν εμείς, οι αναγνώστες, θα καταλάβουμε κάτι και τι θα είναι αυτό. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι, αυτό το κείμενο, να είναι απόλυτα κατανοητό σε έναν και μοναδικό άντρα, αυτόν στον οποίον απευθύνεται: τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Οι στίχοι που ακολουθούν είναι οι τελευταίοι.

«σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε

σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια

σε ακούω από δω από κει

σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα

σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε

όλα δεν τα’ χω πει

ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ»

006Σημείωση: Οι φωτογραφίες του κειμένου από το Μπούρτζι, προέρχονται από αρνητικό φιλμ του Ανδρέα Εμπειρίκου που βρίσκεται κατατεθειμένο στο Αρχείο Μάτσης Χατζηλαζάρου στο Ιστορικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη.  Πρώτη δημοσίευση κειμένου: Περιοδικό ΕΠΑΘΛΟ, #104.