Καθαρή Δευτέρα (πάνω σ’ ένα ξένο ποίημα)

Της Επιδαύρου οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα, άσπρισαν απ΄τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους, γιόμισα τον κόρφο μου, πήγα και στη μάνα μου.

Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με νοιάζονταν, κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με μάλωνε: «Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα, πού γύριζες; Ποιός γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα και νεραντζάνθια;»

Και για σένα της είπα και για τα νεραντζάνθια που πέφτουν πάνω μου σαν έρωτα μου δίνεις και που γιορντάνι τα πλέκω, να στολίζουν τα μαλλιά και το λαιμό μου.

Και για τα δάκρυα της είπα που μουσκεύουν τα ρούχα μου, σαν καβαλάς ένα -απ’ άλλον ταϊσμένο- δελφίνι, σαν ιππεύεις ανεμοστρόβιλους με ρώσικα γυναικεία ονόματα, σαν κατακτάς αρχαίους τόπους κι ακολουθείς ακρογιαλιές  και δρόμους βουνίσιους τις μέρες της σχόλης.

Με βρεγμένα ρούχα βγήκα στο χιονιά να πετάξω χαρταετό.

*…οι πορτοκαλιές – νεραντζάνθια: Νικηφόρος Βρεττάκος

**το σκίτσο είναι από ΕΔΩ