Πώς είναι;

Sorolla – The artist’s daughter, Maria, dancing the flamenco.

(Δειλινό.  Ένα μπαλκόνι σ’ ένα ορεινό τοπίο.  Δυο άντρες καθισμένοι σε πολυθρόνες: Αυτός-που-είναι κι Αυτός-που-θάθελε. Μπροστά τους στροβιλίζεται, στο ρυθμό μιας μουσικής που μόνο εκείνη ακούει, μια γυναίκα.  Μιλάει ο Αυτός-που-θάθελε.  Κοιτάζει την γυναίκα, μα απευθύνεται στον άνδρα).

 ***

Πώς είναι μαζί της;  Πώς είναι να σ’ έχει αναγνωρίσει ως έρωτα με την πρώτη ματιά, με την ίδια ευκολία που αναγνωρίζει κανείς τα σκίτσα του Λεονάρντο, τις μπαλλαρίνες του Ντεγκά, τα καμπαρέ του Λωτρέκ;

Πώς είναι να σου γράφει τις λέξεις τις πιο ερωτικές, χωρίς ν’ ανησυχεί ότι κάποτε θα της τελειώσουν, μιας κι αποτελείς την έμπνευσή της και θα εφεύρει άλλες, νέες, άφθαρτες κι ανείπωτες, μόνο για εσένα;

Πώς είναι να ταξιδεύει με το μυαλό της σ’ όλους τους τόπους που έχει βρεθεί χωρίς εσένα και να ξαναζεί τα ταξίδια αυτά μ’ εσένα πλάι της;

Πώς είναι να χάνεται στα μάτια σου και να σε συναντά στα βάθη τους όπως ήσουν παιδί;

Πώς είναι να σε κάνει ήλιο της και να πετά προς το μέρος σου φορώντας κερένια φτερά, χωρίς να νοιάζεται αν η φωτιά σου τα λειώσει και γκρεμοτσακιστεί;

Πώς είναι να σε θαυμάζει γι αυτό που είσαι κι όχι γι αυτό που θάθελες να είσαι;

Πώς είναι, αυτή που δεν ήταν άξια να τραβήξει μια μολυβιά, να σου ζωγραφίζει πέλαγα και κοπάδια, στρουθοκαμήλους και ηλιοβασιλέματα, υφάλους με κοράλια και ψαράκια;

Πώς είναι, αυτή που δεν ήξερε ούτε ένα αυγό να βράσει, να αποκρίνεται στην ερώτηση «πότε έμαθες να μαγειρεύεις», δίνοντας την απάντηση που ταιριάζει στην ερώτηση «γιατί έμαθες να μαγειρεύεις»;

Πώς είναι ν’ αγαπάει το κορμί σου ως έχει, χωρίς σχόλια, χωρίς συγκρίσεις ενσυνείδητες κι ασυνείδητες, χωρίς διορθωτικές παραινέσεις;

Πώς είναι να λατρεύει τα χέρια σου γύρω της, πάνω της, μέσα της;

Πώς είναι να είσαι ο πρωταγωνιστής στο θέατρο των φαντασιώσεών της;

Πώς είναι, φορές-φορές, να της χαράζεις τον γυάλινο κόσμο της με το διαμάντι της καρδιάς σου κι εκείνη να μένει ν’ αποθαυμάζει τα σχέδια, αδιαφορώντας για τον πόνο;

Πώς είναι όλα της τα κύτταρα να την ειδοποιούν κάθε φορά που «αγαπάς» άλλη;  Πώς είναι κάθε φορά να πεθαίνουν;  Πώς είναι ν’ αναγεννιούνται στο επόμενο, προγραμματισμένο άγγιγμά σου;  Πώς είναι να γίνεται αυτό αενάως και να σ’ αγαπάει ακόμα;  Πώς είναι να την μεταμορφώνεις σε θηλυκό Σίσσυφο και να επιμένει;

Πώς είναι να έχει κόψει τον εγωϊσμό της με το ψαλίδι σε χάρτινες πεταλούδες και να τις έχει αφήσει να πετάξουν απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στο πρωϊνό αεράκι;

Πώς είναι να λαχταρά ν’ ακούσει να της απευθύνεις την εξομολόγηση του Λήσταρχου Νταβέλη, αλλά να μπορεί να ζει και χωρίς αυτή;

Πώς είναι να την κάνεις τόσο ευτυχισμένη;

Πες.  Τι ανεκτίμητο καλό έχεις κάνει στον κόσμο, για ν΄αξίζεις κάτι τέτοιο;  Πες.  Πόσο αφόρητα έχεις υποφέρει στη ζωή σου, για ν’ ανταμοίβεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο;  Πες.  Πώς γίνεται να είσαι τόσο τυχερός και τόσο ευλογημένος;

Πες. Πώς είναι να σε θέλει;

Πες.  Κι εγώ θα σου πω πώς είναι να μη με θέλει.